e - travelling
Παλιές Καπναποθήκες: η Δημοτική Βιβλιοθήκη, στην Αλεξ/πολη, ένα σημαντικό αρχιτεκτονικό απόθεμα της χώρας
Οι καπναποθήκες και τα καπνεργοστάσια, κυρίως σε πόλεις της Βόρειας Ελλάδας, αποτελούν ένα σημαντικό αρχιτεκτονικό απόθεμα και η συντήρηση και αξιοποίησή τους δίνει πραγματικά αριστουργήματα.
Σε δύο τέτοιες περιπτώσεις πρόσφατα η μετατροπή μιας παλιάς καπναποθήκης σε Δημοτική Βιβλιοθήκη στην Αλεξανδρούπολη και μιας άλλης σε πεντάστερο ξενοδοχείο στη Δράμα εντυπωσιάζουν με το αισθητικό αποτέλεσμα.
Πανεπιστημιακά τμήματα, εμπορικά καταστήματα, ακόμη και... μουσικές σκηνές φιλοξενούνται σε πρώην καπναποθήκες και καπνεργοστάσια, ενώ το πρώτο μουσείο πόλης άνοιξε στον Βόλο και λειτουργεί στην παλιά καπναποθήκη Παπάντου.
Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Αλεξανδρούπολης φιλοξενείται πλέον στο κτίριο μιας παλιάς καπναποθήκης στην οδό Αίνου, γνωστή στους ντόπιους ως Καπνομάγαζο, που οικοδομήθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα από την καθολική κοινότητα της πόλης - τότε η Αλεξανδρούπολη ονομαζόταν Δεδέαγατς. Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα λειτουργούσε ως σχολείο, μια μεγάλη πυρκαγιά κατέστρεψε το κτίριο και μετά το 1922 στέγασε οικογένειες προσφύγων από την ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία. Το 1924 το τριώροφο κτίσμα αγοράστηκε από την Compagnie Generale de Tabac (Γενική Εταιρεία Καπνού), επεκτάθηκε, ανακαινίστηκε και χρησιμοποιήθηκε ως χώρος επεξεργασίας και αποθήκευσης καπνού. Στη διάρκεια της βουλγαρικής κατοχής της πόλης (1941-1944) αλλά και του εμφυλίου λειτουργούσε ως φυλακή.
Λαμπερό, επίσης, στη βόρεια πλευρά των πηγών της Αγ. Βαρβάρας, στην καρδιά της Δράμας δεσπόζει το ολοκαίνουργιο πεντάστερο ξενοδοχείο Hydrama "η αρχαία ονομασία της Δράμας", μια επένδυση κοντά στα 17 εκατ. ευρώ, που έδωσε νέα πνοή στην ερειπωμένη καπναποθήκη του Ελβετού, εβραϊκής καταγωγής, Ερμαν Σπίρερ.
Το κτίριο, διατηρητέο μνημείο βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του Μεσοπολέμου, ανεγέρθηκε στα 1914-1924, που συμπίπτει με τη «Χρυσή Εποχή» του καπνού. Την εντυπωσιακή σε όγκο και εξωτερικά χαρακτηριστικά καπναποθήκη σχεδίασε ο Αυστριακός αρχιτέκτονας Κόνραντ Γιάκομπ Γιόζεφ φον Βίλας, ενώ είναι ενδεικτική η πρόβλεψη εγκατάστασης ανελκυστήρα, πρωτοφανής επιλογή για την εποχή και τα ελληνικά δεδομένα. Σήμερα, 92 χρόνια μετά την ανέγερσή της η ιστορική καπναποθήκη των 7.500 τ.μ. δίνει τη θέση της σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο πέντε αστέρων με αυλή 60 στρ., ιδιοκτησίας της οικογένειας Λεδάκη από τα Χανιά.
Στον Βόλο πολλές, μεγάλες καπνοβιομηχανίες και καπναποθήκες έχουν αξιοποιηθεί, κυρίως για τις ανάγκες του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Τελευταίο του απόκτημα το ιστορικό, διπλό κτίριο της Καπνοβιομηχανίας Ματσάγγου, που είναι σχεδόν έτοιμο να φιλοξενήσει το Τμήμα Οικονομικών Επιστημών.
Πρόκειται για ένα βιομηχανικό κτίριο του 1890, με μεγάλα ύψη και ανοίγματα, αλλά και πολλές επεκτάσεις και επεμβάσεις. Το 1940 ήταν η μεγαλύτερη βιομηχανία στην Ελλάδα με 2.000 εργαζόμενους και αποκτήθηκε από το πανεπιστήμιο πριν από 26 χρόνια. Το κτίριο εκτείνεται σε 3.711 τ.μ. και θα περιλαμβάνει 13 αίθουσες διδασκαλίας, αμφιθέατρο 140 θέσεων, 29 γραφεία, δύο χώρους διοίκησης και λοιπούς χώρους.
Το πρώτο ωστόσο απόκτημα του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας ήταν η Καπναποθήκη Παπαστράτου, ένα υπέροχο κτίριο στην παραλία του Βόλου, σήμα κατατεθέν της βιομηχανικής ιστορίας της πόλης, που στεγάζει σήμερα την πρυτανεία, διοικητικές υπηρεσίες και γραμματείες σχολών. Το κτίριο με τους χαρακτηριστικούς τρούλους στο ανατολικό άκρο του λιμανιού χτίστηκε το 1926 για λογαριασμό της πολύ γνωστής οικογένειας και το 1985 αγοράστηκε από το πανεπιστήμιο.
Στις Καπναποθήκες Ματσάγγου στη Νέα Ιωνία είναι πλέον η έδρα της Γεωπονικής Σχολής, ενώ το συγκρότημα αποθηκών καπνού του Σπίρερ λειτουργεί πλέον ως Κέντρο Πολιτισμού του Δήμου Βόλου.
Το 2011 άνοιξε το πρώτο πανελλαδικά μουσείο πόλης στον Βόλο, με εικόνες, μνήμες και μαρτυρίες από το 1840 μέχρι σήμερα. Στα περίπου 800 τ.μ. της παλιάς Καπναποθήκης Παπάντου, ένα βιομηχανικό κτίριο του Μεσοπολέμου, που χτίστηκε τη δεκαετία του 1920, παρουσιάζεται η ιστορία του Βόλου και των ανθρώπων του μέσα από 360 φωτογραφίες, 120 αντικείμενα και 75 μαρτυρίες - 200 λεπτά οπτικοακουστικού υλικού.
Από τις πιο ενδιαφέρουσες μετατροπές καπναποθηκών και καπνομάγαζων έγιναν στην Καβάλα, όπου τα πρώτα τέτοιας χρήσης κτίρια χτίστηκαν το 1860, ενώ ο αριθμός τους μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες έφτανε τις 172 και σήμερα απέμειναν μόλις 50, οι περισσότερες μικρές σε όγκο.
Η πιο γνωστή είναι η Δημοτική Καπναποθήκη που στεγάζει σήμερα το Λαογραφικό Μουσείο και το Μουσείο Καπνού της πόλης. Το κτίριο χτίστηκε γύρω στα 1900 από Βρετανούς αρχιτέκτονες για λογαριασμό του Τούρκου καπνέμπορου Κιζίν Μιμίν, είναι οθωμανικής αρχιτεκτονικής, με αρκετά όμως νεοκλασικά στοιχεία της Ευρώπης.
Μια μεγάλη καπναποθήκη 1.000 τ.μ., πέντε επιπέδων, ανακαινίστηκε εκ βάθρων και μετατράπηκε σε γνωστή αλυσίδα ρούχων, το συγκρότημα της Αυστροελληνικής Εταιρείας Καπνών ΑΕ, το οποίο στεγάζει τώρα εμπορική αλυσίδα ηλεκτρικών ειδών, ενώ πολλά καπνομάγαζα έχουν κατά καιρούς περάσει σε χέρια ιδιωτών και λειτουργούν ως μπαρ και κέντρα διασκέδασης.
Η Θεσσαλονίκη καθιερώθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα κέντρα εμπορίας «καπνού εις φύλλα» και οι καπναποθήκες της κρύβουν μέσα στους μεγάλους τσιμεντένιους τοίχους τους την ιστορία μιας ολόκληρης εποχής. Πολλές από αυτές δεν υπάρχουν πια, άλλες στέκονται πλέον ως κουφάρια και άλλες στεγάζουν νέες χρήσεις.
Η εμφάνιση του καπνεμπορίου στη Θεσσαλονίκη τοποθετείται γύρω στα 1870 και οι πρώτες καπναποθήκες άρχισαν να χτίζονται τη δεκαετία του 1920, ενώ υπολογίζεται ότι υπήρχαν 60 τέτοια κτίρια σε όλη την πόλη. Μόνο σε ένα από τα καπνομάγαζα, στη Σταυρούπολη, η χρήση παραμένει περίπου η ίδια και στεγάζει περιορισμένες διοικητικές υπηρεσίες του Εθνικού Οργανισμού Καπνού.
Πέντε αστέρων
Στην ίδια περιοχή, μια καπναποθήκη των μέσων του 20ού αι. μετατράπηκε σε ξενοδοχείο, πέντε αστέρων, το Les Lazaristes, ενώ σε ένα ειδικά διαμορφωμένο καπνομάγαζο στην οδό Ικονίου, επίσης στη Σταυρούπολη, λειτουργεί από το 2004 το Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ, καθώς και κάποια εργαστήρια του Τμήματος Εικαστικών και Εφαρμοσμένων Τεχνών του ΑΠΘ. Το πιο γνωστό ωστόσο συγκρότημα είναι αυτό της Αυστροελληνικής, στην καρδιά του εμπορικού κέντρου στην οδό Τσιμισκή, που έγινε ένα υπερσύγχρονο εμπορικό κέντρο, το «Πλατεία». Μέχρι το 1995 στον χώρο βρίσκονταν τα δύο κτίρια της Αυστροελληνικής, που χτίστηκαν το 1928. Από τα κτίρια αυτά διατηρήθηκαν μόνον οι δύο κύριες όψεις στην Τσιμισκή και τη Βασ. Ηρακλείου, χαρακτηριστικά δείγματα της art deco. Το συγκρότημα αποτελεί ένα από τα λίγα βιομηχανικού τύπου κτίρια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, που μετά το κλείσιμο της Αυστροελληνικής στα τέλη του 1970 εγκαταλείφθηκε και για μία 20ετία έπεσε σε αχρησία. Στα μέσα του 1990 άρχισε η ανακατασκευή του και το 1998 εγκαινιάστηκε το πρώτο mall της πόλης.
Καπναποθήκες έχουν μετατραπεί σε εμπορικά κέντρα στην Καβάλα, ενώ ένα μεγάλο απόθεμα τέτοιων κτιρίων υπάρχει και περιμένει να αξιοποιηθεί στην Ξάνθη αλλά και σε άλλες πόλεις κυρίως της Βόρειας Ελλάδας.
ethnos.gr, Μαρία Ριτζαλέου